γλυκοθωρώ

γλυκοθωρώ
γλυκοκοιτάζω: Κι εγλυκοθώρει τον ουρανό (Βιζυηνός).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλυκοθωρώ — ( άω) γλυκοκοιτάζω …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοθώρημα — το [γλυκοθωρώ] το γλυκοκοίταγμα* …   Dictionary of Greek

  • γλυκοθώρητος — η, ο [γλυκοθωρώ] αυτός που έχει γλυκιά θωριά, ευχάριστη όψη …   Dictionary of Greek

  • γλυκόθωρος — η, ο [γλυκοθωρώ] 1. ο γλυκοθώρητος* 2. ο γλυκοθύμητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”